- ταμοξιφέν
- το, Ν(φαρμ.) (εμπορ. ονομ.) ορμονικό φάρμακο το οποίο ανταγωνίζεται τα ενδογενή οιστρογόνα στα κέντρα υποδοχέων τού μαστικού ιστού, όταν τα οιστρογόνα ασκούν φυσιολογικά τη δράση τους, για την ανάπτυξη και αύξηση τών μαστών.
Dictionary of Greek. 2013.